- ἔχθιστα
- ἔχθιστοςmost hatefulneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐχθίστα — ἐχθίστᾱ , ἔχθιστος most hateful fem nom/voc/acc dual ἐχθίστᾱ , ἔχθιστος most hateful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστας — ἐχθίστᾱς , ἔχθιστος most hateful fem acc pl ἐχθίστᾱς , ἔχθιστος most hateful fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄχθιστα — ἔχθιστα , ἔχθιστος most hateful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίσταν — ἐχθίστᾱν , ἔχθιστος most hateful fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθιστ' — ἔχθιστα , ἔχθιστος most hateful neut nom/voc/acc pl ἔχθιστε , ἔχθιστος most hateful masc voc sg ἔχθισται , ἔχθιστος most hateful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… … Dictionary of Greek